- λικμητήρας
- ο, θηλ. λικμήτειρα (Α λικμητήρ, -ῆρος) [λικμώ]αυτός που λιχνίζει τον σίτο, λιχνιστής («πνοιῇ ὕπο λιγηρῇ καὶ λικμητῆρος ἐρωῇ», Ομ. Ιλ.)νεοελλ.το θηλ. η λικμήτεραλιχνιστική μηχανή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λικμήτειρα — η βλ. λικμητήρας … Dictionary of Greek